ξυλομιγής

ξυλομιγής
ξῠλο-μῐγής, ές,
A mixed with wood, Str.12.7.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυλομιγής — ξυλομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μιγής (< θ. μιγτον μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. αργυρο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • ξυλομιγές — ξυλομιγής mixed with wood masc/fem voc sg ξυλομιγής mixed with wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”